νομοταγής

νομοταγής
-ές
1. αυτός που υποτάσσεται στις επιταγές τού νόμου, που συμμορφώνεται με τους νόμους, φιλόνομος, νομιμόφρων
2. (κατ' επέκτ.) πολίτης με συντηρητικές αρχές
3. φιλήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -ταγής (< τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. -τάγ-ην), πρβλ. μεσο-ταγής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νομοταγής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που υπακούει στο νόμο, νομιμόφρονας: Είναι νομοταγής πολίτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανομοταγής — ές (Μ ἀνομοταγής, ους) νεοελλ. αυτός που δεν είναι νομοταγής|| μσν. εκείνος που ανήκει σε διαφορετική τάξη από κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • αστασίαστος — η, ο (AM ἀστασίαστος, ον) 1. αυτός που δεν ταράζεται από στάσεις, ο ειρηνικός 2. εκείνος που δεν προκαλεί ή δεν επιτρέπει στάσεις ή εξεγέρσεις νεοελλ. όποιος γίνεται δεκτός χωρίς διαφωνίες των ειδικών («ερμηνεία αστασίαστη») αρχ. ο νομοταγής …   Dictionary of Greek

  • νομιμάριος — νομιμάριος, ον, αρσ. και νομιμάρης (Μ) [νόμιμος] 1. νομιμόφρων, νομοταγής 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νομιμάριος νομικός, δικαστής, κριτής …   Dictionary of Greek

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • φιλήσυχος — η, ο / φιλήσυχος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά την ησυχία, που αποστρέφεται τις έριδες και τις φιλονικίες νεοελλ. (κατ επέκτ.) νομοταγής, νομιμόφρονας («φιλήσυχος πολίτης»). επίρρ... φιλησύχως και φιλήσυχα Ν με φιλήσυχο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Θαλασσινός, Ερρίκος — (Ηράκλειο 1927 – Αθήνα 2000). Σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Σπούδασε κινηματογράφο στην σχολή Σταυράκου και πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Στα επόμενα χρόνια γύρισε περισσότερες από 40 ταινίες για τον εγχώριο κινηματογράφο, κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • Κατσέλη, Νόρα — (Αθήνα 1946 –). Ηθοποιός και βουλευτής. Σπούδασε στην δραματική σχολή Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1967. Καθιερώθηκε κυρίως μέσα από το θέατρο, συνεργαζόμενη με πλήθος συναδέλφων της, όπως τους Μυράτ, Ηλιόπουλο, Βουτσά, Χατζηχρήστο και… …   Dictionary of Greek

  • Κυρίτσης, Γιώργος — (Τρίκαλα 1945 –). Ηθοποιός. Σπούδασε στη σχολή Πέλου Κατσέλη και μαθητής ακόμα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο ως μέλος του Χορού στην τραγωδία Αντιγόνη. Ηθοποιός κυρίως του θεάτρου, στο πέρασμα των χρόνων συνεργάστηκε με πολλούς θιάσους,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”